- βωμοειδής
- βωμοειδής, -ές (Α)1. όμοιος με βωμό2. φρ. «βωμοειδής τάφος» — πέτρινος τάφος σε σχήμα βωμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βωμοειδεῖς — βωμοειδής like an altar masc/fem acc pl βωμοειδής like an altar masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμοειδές — βωμοειδής like an altar masc/fem voc sg βωμοειδής like an altar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek